- σύμφυλος
- σύμφῡλος , σύμφυλοςof the same stockmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή … Dictionary of Greek
ξύμφυλον — σύμφῡλον , σύμφυλος of the same stock masc/fem acc sg σύμφῡλον , σύμφυλος of the same stock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυλοτέρα — συμφῡλοτέρᾱ , σύμφυλος of the same stock fem nom/voc/acc comp dual συμφῡλοτέρᾱ , σύμφυλος of the same stock fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφυλότατον — συμφῡλότατον , σύμφυλος of the same stock masc acc superl sg συμφῡλότατον , σύμφυλος of the same stock neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμφυλον — σύμφῡλον , σύμφυλος of the same stock masc/fem acc sg σύμφῡλον , σύμφυλος of the same stock neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύμφυλος — ἀσύμφυλος, ον (Α) [σύμφυλος] μη συγγενικός, ανόμοιος … Dictionary of Greek
συμφυλία — ἡ, Α [σύμφυλος] 1. (πιθ. δ. γρφ. αντί συμφιλία) συγγενής ύλη 2. συγγένεια … Dictionary of Greek
σύμφυλα — τα, Ν ζωολ. βλ. σύμφυλος … Dictionary of Greek
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek
ԲՆԱԿԱԿԻՑ — (կցի, ցաց.) NBH 1 495 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c ա. σύνοικος, συνοικίτης cohabitator, contubernalis Ընկեր բնակութեան. կից բնակութեամբ. յարակակից. որ կայ ʼի միասին ընդ այլում. *Ընդունիցի՞ս բնակակից զոմն եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)